- πύματος
- -άτη, -ον, Α1. έσχατος, τελευταίος (α. «πυμάτας ὤτρυνε φάλαγγας», Ομ. Ιλ.β. «οὖτιν' ἐγὼ πύματον ἔδομαι», Ομ. Οδ.)2. ο τελείως εξωτερικός, εξώτατος3. αυτός που βρίσκεται στην κορυφή ή στην άκρη («ῥινὸς ὕπερ πυμάτης» — πάνω από τη ρίζα τής μύτης, Ομ. Ιλ.)4. κατώτατος («πύματα Ταρτάρου βάθη», Λουκιαν.)5. απομακρυσμένος6. αυτός που υπάρχει σε μέγιστο βαθμό, αυτός που δεν παίρνει περισσότερο7. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) πύματον, πύματαγια τελευταία φορά ή στο τέλος.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πύ-μ-ατος, που εμφανίζει μορφή υπερθετικού σε -ατος και έρρινο ένθημα -μ-, ανάγεται πιθανότατα σε ΙΕ τ. *(ә)pu- παράλληλο τού *(ә)pο- (πρβλ. λατ. po-situs και ἀπό / ἀπύ) και συνδέεται με το αρχ. ινδ. punar «έσχατος, τελευταίος». Κατ' άλλη άποψη, ο φωνηεντισμός -υ- τού επιθ. αποτελεί διαλεκτικό φωνητικό φαινόμενο (πρβλ. και ἀπό / ἀπύ). Το επίθ., τέλος, συνδέεται πιθ. με τον τ. πύννος* «πρωκτός»].
Dictionary of Greek. 2013.